Ο Ευγένιος ο Αιτωλός
Μεγάλο μέρος πληροφοριών για την Μεταβυζαντινή και την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μας παρέχουν εκτός των Οθωνανικών φορολογικών καταστίχων και των περιγραφών των περιηγητών, οι διασωθείσες επιστολές και τα απομνημονεύματα ή τα συγγράματα λογίων μοναχών.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρυτανία, οι πιο σημαντικές περιγραφές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της εποχής, μας διασώζεται από την αλληλογραφία των Επισκόπων Λιτζάς και Αγράφων, από τον Ηγούμενο του Προυσού Κύριλλο Καστανοφύλλη, αλλά το μέγιστο τμήμα των πληροφοριών μας παρέχεται από τους λόγιους ιερωμένους και μοναχούς του Καρπενησίου, της Μονής Τατάρνας, των Βραγγιανών και των Αγράφων. Όλος αυτός ο κύκλος λογίων περιελίσσεται γύρω από τη ζωή και το έργο ενός σημαντικότατου λογίου, χαρακτηρισμένου και ως Διδασκάλου του Γένους, του ιερομονάχου Ευγενίου Γιαννούλη του Αιτωλού.
Ο Ευγένιος γεννήθηκε κατά προσεγγιστικούς υπολογισμούς περί τα τέλη του 16ου αιώνα, πιθανότα μεταξύ 1595-1597 στο χωριό Μέγα Δένδρο της επαρχίας Αποκούρου, περιοχής της Ιστορικής Αιτωλίας, εξ ής καταγωγής και φέρει και το προσωνύμιο Αιτωλός, ενώ το οικογενειακό του όνομα ήταν Γιαννούλης ή Ιωαννούλιος όπως το είχε λογιοποιήσει ο ίδιος.
Ο Ευγένιος διήκουσε τα πρώτα του γράμματα στη παρακείμενη στη γεννέτειρά του Μονή Βλοχού, από τον ιερομόναχο Αρσένιο ενώ σε μικρή ηλικία εγκατέλειψε την πατρική οικία έχοντας δύσκολες σχέσεις με την μητριά του και ακολούθησε των δάσκαλό του στο Τροβάτο των Αγράφων. Σε ηλικία περίπου 19 ετών, το 1617, χειροτονείται διάκονος στο Μοναστήρι της Τατάρνας, προς το οποίο θα είναι για πάντα ευγνώμων και στοργικός. Ο γέροντάς του ο Αρσένιος αναχωρώντας για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, τον οδηγεί στο Άγιο Όρος, όπου συνεχίζει τις σπουδές του κοντά στον Ηγούμενο της Μονής Ξηροποτάμου και όταν μαθαίνει τα θλιβερά νέα της σφαγής του μέντορά του κατά την άφιξή του στη Παλαιστίνη, εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και επιστρέφει στο Τροβάτο για να θρηνήσει τον δάσκαλό του. Οι εκεί συμμοναστές του τον πείθουν να ταξιδέψουν στους Αγίους Τόπους και κατά την άφιξή τους στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τους υποδέχεται ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις. Ο Λούκαρις εντυπωσιάζεται από την καθαρότητα της σκέψης, το σπινθηροβόλο πνεύμα και την αγνότητα του ιεροδιακόνου Ευγενίου και τον χειροτονεί πρεσβύτερο εν έτει 1619. Λέγεται ότι την πρώτη του λειτουργία ως ιερέας τέλεσε στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Από εκεί μετακινείται στα Ιεροσόλυμα όπου και επί τριετία, μέχρι το 1622 υπηρετεί ως εφημέριος του πατριαρχικού παρεκκλησίου.
Από τα Ιεροσόλυμα επιστρέφει στην πατρίδα του και από το 1622 έως και το 1629 με παρότρυνση των συμμοναστών του από το Τροβάτο σπουδάζει σε σχολές των Τρικάλων και αργότερα της Κεφαλλονιάς υπό τον σημαντικό δάσκαλο Παϊσιο Μεταξά. Το 1629 ο Μεταξάς τον παροτρύνει να εγγραφεί μαθητής του υψηλής παιδείας δασκάλου Θεοφίλου του Κορυδαλλέως που εκείνη την εποχή δίδασκε στην Ενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Επί επτά ο χρόνια ο Ευγένιος, μαθητεύει, συνεργάζεται με τον Κορυδαλλέα και ιερουργεί στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα της Ζακύνθου. Όταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (για πολλοστή φορά) αναλαμβάνει ο πρότερος γνωστός του Ευγενίου, ο Κύριλλος Λούκαρις, καλεί το πολύ Κορυδαλλέας να διδάξει και αναλάβει τη Σχολαρχία της Μεγάλης τους Γένους Σχολής, και ο Κορυδαλλέας παίρνει μαζί του το δεξί του χέρι, τον Ευγένιο. Στην Πόλη οι Ιησουίτες αντιστρατεύονται τον Λούκαρι και τελικά καταφέρνουν να πετύχουν όχι απλώς την εκθρόνισή του αλλά και την μαρτυρική του εκτέλεση το 1638 από τους Τούρκους, γεγονός που σοκάρει τον Κορυδαλλέα και τον Ευγένιο. Ο διάδοχος του Λούκαρι, δεν ανέχεται την θρηνητική και εγκωμιαστική διάθεση του Ευγενίου για τον Λούκαρι και τον καταδικάζει σε καθαίρεση. Ζει λοιπόν ο Ευγένιος από κοντά, μια από τις πιο μαύρες στιγμές στην ιστορία του Οικουμενικού Θρόνου, ευτυχώς όμως μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ο νέος Πατριάρχης αποκαθιστά άμεσα τον Ευγένιο στο βαθμό του πρεσβυτέρου. Στην Κωνσταντινούπολη ο Ευγένιος αποκτά γνωριμία και φιλία με τον μετέπειτα παντοδύναμο πρώτο Φαναριώτη, τον Παναγιώτη Μαμωνά ή Νικούσιο.
Ο Ευγένιος εγκαταλείπει την Πόλη και έρχεται να διδάξει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πρώτα στο Αιτωλικό όπου όμως κατηγορείται ότι υποβοήθησε την απόδραση κάποιων αδικοφυλακισμένων και φυλακίστηκε ο ίδιος, οπότε τα χρήματα που προβλεπόταν για την διδασκαλία του χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή των λύτρων του. Από εκεί έφυγε για το Μεσολόγγι, μετά όμως από την ταλαιπωρία της παραλιακής χέρσου λόγω του ενετοτουρκικού πολέμου του 1645, αποφασίζει να ανέβει στην ορεινή χέρσο και εγκατασταθεί στο Καρπενήσι.
Στο Καρπενήσι ο Ευγένιος, με τη βοήθεια των ντόπιων αλλά και δυνατών Ελλήνων της Διασποράς, καταφέρνει να ανακατασκευάσει τον ναό της Αγίας Τριάδος που υπάρχει και σήμερα στο Καρπενήσι, να ιδρύσει στον περίβολό της Σχολή των Ανωτέρων Γραμμάτων, όπως την ονόμαζε, στην οποία ως μαθητές περιέλαβε τους γιους πλουσίων οικογενειών της περιοχής. Μαθητές του Ευγενίου, απόφοιτοι της Σχολής του Καρπενησίου, γιοι τσοπάνων συνήθως, έφτασαν σε υψηλά αξιώματα: δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες : ο Διονύσιος ο Δ΄και ο Καλλίνικος ο Β’, επίσκοποι όπως ο γιος τσοπάνη από το Καρπενήσι Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αναστάσιος Παντοδύναμος , σχολάρχες, γιατροί ονομαστοί στην εποχή τους όπως ο Νικόλαος Βελισδονίτης από το Βελισδόνι (Τρίδεντρο) των Αγράφων.
Το 1661 εγκαταλείπει το Καρπενήσι, αφήνοντας την διεύθυνση της σχολή σε χέρια μαθητών του και εγκαθίσταται στ Βραγγιανά όπου ιδρύει δεύτερη λαμπρή σχολή με λαμπρούς αποφοίτους, όπως ο Αναστάσιος Γόρδιος- από τις περιπτώσεις που ο μαθητής ενδεχομένως να ξεπερνάει και τον δάσκαλο.